Το καλοκαίρι του ’74 ήμουν 4 ετών. Είναι ίσως το πρώτο καλοκαίρι της ζωής μου που θυμάμαι. Είναι και το χειρότερο. Σκόρπιες λέξεις έχουν καρφωθεί στο υποσυνείδητό μου: εισβολή, πρόσφυγες, θάνατος. Η χειρότερη, αυτή που μού «έκατσε» στραβά στα παιδικά αυτιά από την πρώτη στιγμή ήταν η λέξη «πόλεμος». Ίσως ήταν ο τρόπος που την πρόφεραν οι μεγάλοι. Ίσως ήταν αυτό που άφηνε στον αιθέρα, μια απροσδιόριστη οσμή φρίκης.

Το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου με σημάδεψε για την ένταση που έφερνε μαζί του. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, δεν ξέρω για πόσο καιρό –τότε ο χρόνος δεν μετρούσε για μένα. Στην αρχή ήταν ο πανικός. Μετά η ανησυχία για την επιστράτευση –τελικά ο πατέρας μου δεν κλήθηκε. Κάποιοι μακρινοί συγγενείς παρουσιάστηκαν. Κάποιοι λίγοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Παντού επικρατούσε ένας διάχυτος φόβος για γενίκευση του πολέμου.

Θυμάμαι ότι ένιωσα πάλι έτσι εννέα χρόνια αργότερα, στο γυμνάσιο. «Κυρία, θα γίνει πόλεμος;» ρωτούσαν τα παιδιά. Το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι…

Εκείνο το καλοκαίρι, το χειρότερο της ζωής μου, με στοιχειώνει πού και πού. Σήμερα κατάλαβα γιατί: είναι η Αννίτσα που αναζητεί τον παπάκη της.

doncat

Αφήστε σχόλιο