Χτες η ζέστη ήταν αφόρητη στη Βιέννη. Η θερμοκρασία έφτασε τους 35οC και με την ψηλή υγρασία ο δείκτης δυσφορίας χτύπησε κόκκινο. Το μεσημέρι δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Attilio, έναν Ιταλό resident στην αναισθησιολογία: «Έχεις προγραμματίσει κάτι; Πάμε σε ένα pool party; Πάρε και το μαγιό σου μαζί». Ο Attilio είναι ωραίος τύπος και μεσογειακός χαρακτήρας. Μού είπε ότι πάμε σε έναν resident στην παθολογία (ονόματι Mathias), που οι γονείς του έχουν σπίτι σε μια πολύ high συνοικία της Βιέννης (district 19, για όσους ξέρουν). Εκεί θα κάναμε barbecue και θα βουτούσαμε στην πισίνα. Επίσης, κάπου στη διάρκεια της διαδρομής μού πέταξε ότι χρωστούσε χάρη στον Mathias και έπρεπε να τού μεταφέρει κάτι ξύλα για το τζάκι. Δεν έδωσα σημασία.

woods


Η συνοικία ήταν πραγματικά υπέροχη -κάτι σαν το Πανόραμα της Θεσσαλονίκης. Ήταν ψηλά σε ένα λόφο και είχε δροσιά. Από εκεί ψηλά έβλεπες όλη τη Βιέννη. Όταν φτάσαμε, ετοίμαζαν τσιπούρες Μεσογείου για τα κάρβουνα. Αναρωτήθηκα αν ήταν φρέσκες ή κατεψυγμένες, αλλά ντράπηκα να ρωτήσω. Ήταν περήφανοι που είχαν τέτοιο μεζέ. Η ώρα είχε πάει 15:00 και κάρβουνα δεν έβλεπα. Σκέφτομαι, ίσως τρώνε αργά εδώ. Αφού μαζευτήκαμε όλοι, αποφασίσαμε να πάμε για κολύμπι. Όταν έφτασα στο σπίτι του Mathias έψαξα για πισίνα, αλλά δεν είδα τίποτα. Αφού δεν υπήρχε πισίνα, τι να έβλεπα. Θα πηγαίναμε, όπως διαπίστωσα, σε ένα water park εκεί κοντά. Τι pool party θα είναι αυτό, ρε παιδιά; (1-0, γκολ από τα αποδυτήρια!)

Το «εκεί κοντά» ήταν σχετικό. Το water park ήταν κοντά, σε ευθεία γραμμή στον χάρτη. Γιατί για να φτάσεις εκεί (κόβοντας δρόμο) έπρεπε να ανέβεις κάτι κατσικόδρομους, με ανηφόρα 45% -και μετά βέβαια να κατέβεις ανάλογη κατηφόρα. Δεν πειράζει, λέω από μέσα μου, θα κάνουμε και λίγο mountain trekking. Ύστερα από ένα τέταρτο ορειβασία, φτάνουμε στο water park. Τι να δω; Η μισή Βιέννη ήταν εκεί! (2-0) Σε ένα χώρο υπολογίζω γύρω στα 30 στρέμματα, είχε πολλές χιλιάδες κόσμο. Οι πισίνες; Δύο (2). Μία παιδική, με το νερό ως το γόνατο, και μία κανονική. Α, και μία νεροτσουλήθρα, που για να ανέβεις τη σκάλα είχε ουρά μισή ώρα -κι όμως η σκάλα είχε συνεχώς κόσμο. Ο κόσμος άπλωνε πετσέτες στο γρασίδι, το οποίο δεν φαινόταν πια. Για να περάσεις ανάμεσα στους λουόμενους έπρεπε κυριολεκτικά να πατήσεις πάνω στις πετσέτες τους -αν όχι πάνω σε κανένα πόδι. Βρίσκουμε μία γωνία για τα πράγματά μας και πάμε για κολύμπι.

Τουλάχιστον το νερό ήταν καλό -παγωμένο, αλλά καθαρό. Πού να κολυμπήσεις όμως σε μια πισίνα 50×30 με ένα σωρό παιδιά, μαντραχαλέους να παίζουν τόπι, φάλαινες να αδειάζουν τους φυσητήρες τους και τον ναυαγοσώστη να σφυρίζει συνέχεια; Η κατάσταση ήταν να μπεις, να παγώσεις και να βγεις.

Έτσι και κάναμε. Μετά είπαμε να παίξουμε volley. Ο Mathias είχε μια μπάλα που είχε φέρει με μεγάλο ενθουσιασμό και όρεξη για volley. Βρήκαμε ένα άδειο γήπεδο και στρωθήκαμε. Από τα δέκα άτομα, παίξαμε οι τέσσερις. Οι υπόλοιποι ήταν πολύ κουρασμένοι. (-Από τι κουραστήκατε ρε παιδιά; -Γενικώς, είμαστε κουρασμένοι.) Παίξαμε περίπου τριάντα λεπτά και οι συμπαίκτες μου τα έφτυσαν. Με το ζόρι τούς τραβούσα να συνεχίσουμε, αλλά μάταια. (Ρε παιδιά, είστε είκοσι χρόνια νεότεροί μου και κουραστήκατε; Εντάξει, δέκα χρόνια τούς περνούσα μόνο, αλλά ήθελα να τούς κάνω ένα κομπλιμέντο, μπας και ντραπούν. Τίποτα όμως.) Δε λέω ότι είμαι παιδάκι, ξέρω τις αντοχές μου και είχα να παίξω volley πολλά χρόνια, αλλά όχι και μισή ώρα, ρε παιδιά. Ένα δύωρο είναι μόνο το ζέσταμα. Τέσπα.

Γυρίζουμε στο σπίτι (από τον ίδιο κατσικόδρομο, τον οποίο ανέβαινα ευκολότερα από τους περισσότερους) για φαγητό. Καθόμαστε και πίνουμε μια μπύρα για αρχή. Τα κάρβουνα είχαν ανάψει και τα κρέατα (μαζί με τις τσιπούρες, τον εκλεκτό μεζέ) περίμεναν να κάτσουν πάνω στη σχάρα. Βέβαια, κρέατα δεν έβλεπα (θα τα έχουν στο ψυγείο, είπα). Φλυαρήσαμε για λίγη ώρα, σε ένα πολύ ξενέρωτο κλίμα, για τη σχολή, για τον καιρό, κάτι κουτσομπολιά, πέρασε λίγη ώρα.

Σε κάποια στιγμή, ο Attilio μού λέει: πρέπει να κουβαλήσω τα ξύλα, θες να βοηθήσεις; (Τι έγινε ρε παιδιά; Πώς μπήκε αυτό το γκολ; Δεν ήταν offside; Καλά, ο βοηθός διαιτητή κοιμάται; Ε, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. 3-0 με offside λοιπόν -ίσως όμως τελικά να ήταν και λίγο αυτογκόλ.) Λέω από μέσα μου: «Δείξε το ελληνικό σου φιλότιμο. Μην κάνεις φασαρία, μην μιλήσει καθόλου. Έτσι θα το έχουν εδώ. Δεν μπορούν να σε ταΐζουν τζάμπα. Προσπάθησε να το απολαύσεις. Δες το κι έτσι: θα αναπληρώσεις τη γυμναστική που έχασες στο volley!». Πάμε με τον Attilio να μάς δείξει ο Mathias τι έπρεπε να κάνουμε. Στην πίσω αυλή ήταν ένα βουνό ξύλα για το χειμώνα και έπρεπε να τα πάμε στο υπόγειο. Σκέφτηκα ότι μάλλον ήταν πλάκα. Δύο άτομα έπρεπε να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ (κανονικό δωδεκάωρο) για να μεταφέρουν όλα τα ξύλα. Είπα να μην ρωτήσω (για να μην φάω κανένα γκολ ακόμα) και αρχίσαμε να κουβαλάμε. (Στο μεταξύ, τα ξύλα ήταν σε τέτοιο μέρος, που αν τα τσουλούσες λίγα-λίγα, θα έφταναν στην είσοδο του υπογείου με ασφάλεια και χωρίς ζημιές. Θα γλιτώναμε πάρα πολλή δουλειά και χρόνο. Όταν το πρότεινα, εκτίμησαν το χιούμορ μου! Έτσι, έπρεπε να κάνουμε έναν ολόκληρο κύκλο φορτωμένοι με τα κούτσουρα.) Πήραμε τα πρώτα κούτσουρα με τον Attilio, και βλέπω τον Mathias να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Πήγε να συνεχίσει το ψήσιμο το παιδί (4-0 από το πουθενά, πολύ γκολτζήδες αυτοί οι Αυστριακοί)! Εγώ κουβαλούσα υπομονετικά, χωρίς να διαμαρτύρομαι. Ύστερα από 15 περίπου δρομολόγια, λέει ο Attilio: «Νομίζω ότι κάναμε το χρέος μας, μπορούμε τώρα να πάμε να φάμε». (Αν κατάλαβα καλά, είχαν κι άλλοι υποχρέωση στον Mathias και θα τον βοηθούσαν κι αυτοί στο κουβάλημα.)

Όση ώρα κουβαλούσαμε, ο Mathias έψηνε, χαχάνιζε με κάτι Γερμανίδες ξανθόψειρες και πέταγε αστεία του τύπου: «Αν λιποθυμήσετε θα σάς στείλω μια κοπελιά για το φιλί της ζωής» ή «Μετά τα ξύλα θέλει πλύσιμο και το αυτοκίνητό μου». Κάποιες στιγμές μού ήρθε στο νου να τον στείλω στο διάολο, αυτόν το barbecue του και όλο του το σόι. Αλλά, μετά πάλι είπα να δείξω ανωτερότητα και να σεβαστώ τα έθιμά τους. Στο μεταξύ είχα χύσει δύο κιλά ιδρώτα (δουλεύαμε μέσα στον ήλιο) και έκατσα να στεγνώσω. Ήπια μια μπύρα, σκούπισα τον ιδρώτα μου και έκατσα στο τραπέζι. Mathias: «Φάε όσο θέλεις, υπάρχει μπόλικο φαγητό». «Τουλάχιστον, το κέρδισα με τον ιδρώτα μου!» του πέταξα, αλλά δεν το έπιασε (είναι και λίγο γκάου). Είχα βέβαια αρχίσει να ψυλλιάζομαι τη δουλειά με τους Αυστριακούς και κρατούσα μικρό καλάθι. (Πρόσεχα να μην φάω και κανένα αυτογκόλ, ο αγώνας ήταν που ήταν χαμένος από χέρι.)

Ζήτησα λίγη σαλάτα, αλλά όπως μού είπαν την είχαν φάει όλη οι κοπελιές (οι ξανθόψειρες ντε), όση ώρα εμείς δουλεύαμε. «Δεν πειράζει, ρε παιδιά, χαλάλι σας. Κάτι να βάλουμε στο στόμα μας υπάρχει;» Έφαγα ένα σουβλάκι και μία πατάτα οφτή. Μάλιστα. Ούτε τις θερμίδες πού έκαψα δεν αναπλήρωσα. (5-0. Ο αγώνας, όπως κατάλαβα, ήταν στημένος. Κάθε προσπάθειά μου ήταν μάταιη.) Τουλάχιστον στο τέλος είχε καλό επιδόρπιο: ένα μπολάκι βατόμουρα (20 μετρημένα, ήμασταν δέκα άτομα, δύο στον καθένα) και ένα γλυκό με καρύδια (άνοστο τελείως). Α, ξέχασα, είχε και παγωτό, το οποίο ήταν σε ένα ισοθερμικό φελιζόλ δοχείο, χωρίς ενδιάμεσο προστατευτικό. Όποιος έπαιρνε με το κουτάλι παγωτό, έβαζε και λίγα σφαιρίδια φελιζόλ μαζί. Προσφέρθηκαν ευγενικά να μού βάλουν, αλλά αρνήθηκα κι εγώ ευγενικά (με μεγάλη δυσκολία).

Και αφού η βραδιά έμοιαζε να μην έχει τέλος (σαν ένας αγώνας ποδοσφαίρου, που χάνεις και θέλεις να περάσει η ώρα όσο το δυνατόν συντομότερα για να αποφύγεις το διασυρμό), έφτασε η grappa. Ήταν ένα ποτό, διαυγές, σε ένα απλό, αλλά όμορφο μπουκάλι. Ο Attilio με ενημέρωσε ότι είναι ιταλικό ποτό, πολύ δυνατό. Είπα να δοκιμάσω. Έμοιαζε πολύ με την κρητική ρακή, το ίδιο δυνατό, ελαφρά αρωματισμένο (δεν κατάλαβα με τι). Εκτός από το κάψιμο, άφηνε μια πολύ ωραία γεύση στο στόμα. Κατέβασα ένα σφηνάκι μονορούφι. Οι υπόλοιποι με κοιτούσαν και τους πετάχτηκαν τα μάτια έξω. Λέω, εμείς έτσι πίνουμε στην Ελλάδα. Ήπια κι άλλο, κι άλλο. Η grappa μού θύμιζε Ελλάδα και με την κούραση (και τα νεύρα) της ημέρας έσταζε μέσα μου σα βάλσαμο. Αφού τελείωσε το μπουκάλι (ήπια σχεδόν το μισό), λέω στον Mathias (καταστρώνοντας μια τελευταία αντεπίθεση, στις καθυστερήσεις, για το γκολ της τιμής): «Έχεις άλλη;». Τον είδα λίγο δαγκώθηκε. Μού είπε ότι θα ψάξει. Επέστρεψε με ένα νέο μπουκάλι grappa. Τού έβαζα και ήπιαμε άλλο μισό μπουκάλι μαζί. Έγινε κουδούνι.

Η βραδιά τελείωσε με κάτι γερμανικά χαζοτράγουδα και άσχετες συζητήσεις. Όλοι συμφώνησαν ότι ήταν πολύ καλή βραδιά και καληνύχτισαν τον οικοδεσπότη. Με τον Attilio μείναμε τελευταίοι για να βοηθήσουμε στο μάζεμα του τραπεζιού. Το έκανα για την αδελφή του Mathias. Αυτή θα τα τραβούσε όλα η καημένη, γιατί ο Mathias ήταν γκολ.

5-1 λοιπόν. Ο πρώτος μου αγώνας με Αυστριακούς ήταν πανωλεθρία. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα μελετήσει τον αντίπαλο. Την άλλη φορά θα πάω διαβασμένος. Τουλάχιστον έβαλα το γκολ της τιμής!

ΥΓ1. Προς Αυστριακούς: Παιδάκια, οι σωστοί άνθρωποι όταν καλούν κάποιον στο σπίτι τους, τού φέρονται σαν να είναι βασιλιάς. Τον έχουνε στα όπα-όπα. Δεν είναι όλα «δούναι και λαβείν», ρε καλόπαιδα. Και υπάρχει κάτι που δεν θα το μάθετε ποτέ: λέγεται φιλότιμο. Περιλαμβάνει όλα αυτά που εσείς δεν θα νιώσετε ποτέ: ευθιξία, αξιοπρέπεια, ανωτερότητα, μεγαλοθυμία, έξω καρδιά. Στην τελική, αυτό μάς σώζει από τη μουρτζουφλίαση, την κατάθλιψη, την ισοπέδωση. Έτσι νικάμε το θάνατο εμείς στην Ελλάδα. Και αφήστε τη Μεγάλη του Δούναβη Αυτοκρατορία να αναπαύεται στον τάφο της. Ζήστε το σήμερα, γιατί αύριο δεν έχει.

ΥΓ2. Προς Ιταλούς: Ρε μπαγάσα ιταλιάνο, αν υποψιαστώ ότι με κάλεσες στο pool (και καλά) party για να μοιραστούμε τη δουλειά…

3 Απαντήσεις στο “Τσιμπούσια”

  1. Κορυφή! Κορυφή! Τέτοιο post από σένα Γιάννη δεν έχω ξαναδιαβάσει πο-τέ!

    Τα υστερόγραφά σου ήταν όλα τα λεφτά. Για να μην αρχίσω να κάνω quotes από το κείμενο. Τελικά εμείς οι Έλληνες έχουμε και τα καλά μας.

  2. Α! Έτσι! Μήπως ήθελες να σου απλώσουν και μια βελέντζα, να ξαπλώσεις σα τσέλιγκας?
    Μήπως το “ανύπαρκτο” αυστριακό τους φιλότιμο δεν τους επέτρεψε να ξεφυτρώσουν σε μια τόσο κλασάτη περιοχή μια παράνομη πισινούλα, όπως θα έκανε κάθε νεόπλουτος Έλληνας που σέβεται τον εαυτό του? Μίζεροι απόγονοι της Αυτοκρατορίας του Δούναβη, που καταδέχεστε να τρέχετε στα πεντακάθαρα water parks μαζί με την πλέμπα, αντί να καταπατήσετε εκεί πέρα μερικά στρεμματάκια!
    Γιατί νομίζεις ότι καίμε τα δάση μας στην Ελλάδα? Για μια πισίνα, ρε γαμώτο!
    Γιαυτό εμείς οι Έλληνες ζούμε το σήμερα. Γιατί αύριο δεν υπάρχει!

  3. misty, σε βρίσκω τρελαμένη με τις τελευταίες πυρκαγιές. Το θέμα μας όμως δεν είναι οι καταπατήσεις.

    Η κεντρική ιδέα του post είναι η αυστριακή φιλοξενία.

Αφήστε σχόλιο