Έρχονται κάποιες στιγμές που σε ξυπνάνε από το λήθαργο της καθημερινότητας. Από τη σιγουριά της ρουτίνας. Από το συμβιβασμό με το αύριο. Έρχονται κάποιες στιγμές που σε επαναφέρουν στη σκληρή πραγματικότητα, στην αλήθεια. Ο νους χάνεται στη λήθη. Καβαλάει το άτι της φαντασίας και τρέχει στο αύριο. Ποιο αύριο; Δεν υπάρχει αύριο. Μόνο τώρα…

«Ερχόμαστε από μια άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια άβυσσο. Το ενδιάμεσο φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή.»

Χτες έφυγε ένας συνάδελφος. Γιατί «έφυγε»; Πέθανε. ΠΕΘΑΝΕ. Φωνάξτε το. Πρέπει να το φωνάζουμε για να το συνειδητοποιήσουμε. Θάνατος. ΘΑΝΑΤΟΣ. Ο απόλυτος κυρίαρχος. Υφαίνει αργά, υπομονετικά τον ιστό του. Μάς παρακολουθεί μυστικά. Ξέρει πότε θα χτυπήσει. Εκεί που δεν το περιμένουμε. Ποτέ δεν το περιμένουμε. Ζούμε στη σιγουριά του τώρα. Φοράμε την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Όλοι λέμε πως ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Ποιος όμως το ζει; Ποιος βιώνει το θαύμα της ζωής μέσα από τη βεβαιότητα του θανάτου; Κανείς! Και όταν μάς βρει το κακό, απορούμε. Γιατί άραγε; Αφού -όπως λέμε- το ξέρουμε ότι κάποια στιγμή θα έρθει το αναπόφευκτο. Κι όμως, αντιδρούμε σαν το πεπρωμένο -το μοναδικό πεπρωμένο της ζωής- να είναι αναπάντεχο.

– Πώς σου φάνηκε η μεγάλη σου ζωή, τα εκατό σου χρόνια, παππού;
– Σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό.
– Και διψάς ακόμα παππού;
– Καταραμένος αυτός που πια δε διψάει.

Ύπουλος και καταχθόνιος. Πονηρός και ανήλεος. Σκληρός και μέλας. Ύπνος και Θάνατος. Τα δύο φτερωτά παιδιά της Νύκτας. Διαφεντεύουν τις «ζωές» μας. Μάς ποτίζουν τη μαύρη λήθη της ευτυχίας, της καλοπέρασης, της βολής. Μάς ναρκώνουν με τη γλυκιά ζάλη της σιγουριάς. Μάς στοιχειώνουν κάθε ώρα, κάθε στιγμή, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Κι όμως. Ξέρουν καλά τι κάνουν. Ο Ύπνος έχει αναλάβει να προβάρει την τελική πράξη του αδελφού του. Ο Θάνατος είναι ο εκτελεστής. Ο τελικός κριτής. Κάνει πάντα την τελευταία κίνηση στη σικέ παρτίδα. Μάς βάζει να παίξουμε, ενώ ο νικητής είναι προκαθορισμένος. Το αποτέλεσμα γνωστό. Όμως, μάς πείθει ότι ίσως αυτή τη φορά κάτι μπορεί να αλλάξει. Και γελάει με την τραγικότητά μας.

Το μόνο μας όπλο είναι να μην τού δώσουμε την ευχαρίστηση να φανούμε ευάλωτοι. Να μην δείξουμε ότι φοβόμαστε. Με αξιοπρέπεια. Και ακόμα: να περάσουμε απέναντι γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να το καταλάβουμε. Όταν έχεις μείνει μόνο με το βασιλιά και ο αντίπαλος έχει βγάλει δεύτερη βασίλισσα, δεν είναι καθόλου ευχάριστο να σε κυνηγάει σε όλη τη σκακιέρα και να σε χλευάζει, ενώ μπορεί άμεσα να σού κάνει ματ.

Τι ξόρκι να κάνεις, τι παρηγοριά να πεις; Όταν ξυπνάς από τη λήθη, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κλάψεις.

Τα δάκρυα ξεπλαίνουν την ψυχή από τον πόνο.

Αφήστε σχόλιο