Το βιβλίο «Με το βήμα του κάβουρα» είναι μια συλλογή από δοκίμια και άρθρα του Umberto Eco που έχουν δημοσιευτεί από το 2000 σε περιοδικά και εφημερίδες. Η θεματολογία του Eco είναι τεράστια και περιλαμβάνει πολιτική (Μπους, Μπερλουσκόνι, Μπιν Λάντεν), επιστήμη (τεχνολογία, ιατρική, γενετική), τέχνη (Χάρυ Πότερ), μέχρι φιλοσοφία, θρησκεία και μεταφυσική. Ο κοινός παρονομαστής του έργου είναι τα ΜΜΕ και ο λαϊκισμός που ασκούν (ένα φαινόμενο που, υπό τις συνθήκες που γράφει ο συγγραφέας ανθεί στην Ιταλία, αλλά θα μπορούσε ο καθένας να βρει κοινά στοιχεία και στην Ελλάδα).

Η αναλυτική και διεισδυτική ματιά του Eco φέρνει τον αναγνώστη πρόσωπο με πρόσωπο με τα σύγχρονα προβλήματα, τις τάσεις και τις εξελίξεις. Πάντα μοντέρνος, αντικειμενικός και ορθολογιστής βάζει τα πράγματα στη θέση τους, αποστασιοποιείται όσο χρειάζεται για να προσδιορίσει το πρόβλημα και με καυστικότητα σχολιάζει, προτείνει και συμμετέχει στη λύση του.

Ο Eco είναι ο πραγματικά συμμετοχικός διανοούμενος. Αυτός που πλησιάζει τον κοινό άνθρωπο, αναγνωρίζει τα προβλήματά του, τον πιάνει από το χέρι και τον τραβάει προς το φως. Είναι ο φιλόσοφος που δουλεύει για τον άνθρωπο και όχι για κάποιες ιδέες. Πόσο μάς λείπουν τέτοιοι άνθρωποι στην Ελλάδα! Έχουμε πήξει στους ψευτοδιανοούμενους και τους «μπλαζέ» διανοούμενους, που περιμένουν να τους φτάσεις εσύ, ενώ αυτοί κάθονται ψηλά στο θρόνο τους και περιμένουν.

Το τελευταίο κείμενο του βιβλίου αναφέρεται στην προετοιμασία για το στερνό ταξίδι και ένα χιουμοριστικό χωρίο θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τίτλο «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»:

Πρόσφατα ένας σκεπτόμενος μαθητής (κάποιος Κρίτων) με ρώτησε: «Δάσκαλε, πώς μπορεί κανείς να προσεγγίσει καλά τον θάνατο;» Απάντησα ότι ο μόνος τρόπος για να προετοιμαστείς για τον θάνατο είναι να πειστείς ότι όλοι οι άλλοι είναι μαλάκες.

Μπροστά στην κατάπληξη του Κρίτωνα, ξεκαθάρισα τα λόγια μου. «Βλέπεις,» του είπα «πώς είναι δυνατόν να προσεγγίσεις τον θάνατο, ακόμα κι αν είσαι πιστός, αν νομίζεις ότι ενώ εσύ πεθαίνεις, ποθητοί νέοι και των δύο φύλων χορεύουν στις ντισκοτέκ ξεφαντώνοντας πέρα από κάθε όριο, φωτισμένοι επιστήμονες παραβιάζουν τα τελευταία μυστήρια του κόσμου, αδιάφθοροι πολιτικοί πλάθουν μία καλύτερη κοινωνία, εφημερίδες και τηλεοράσεις μεταδίδουν μόνο τις σημαντικές ειδήσεις, υπεύθυνοι επιχειρηματίες φροντίζουν ώστε τα προϊόντα τους να μην υποβαθμίζουν το περιβάλλον και καταπιάνονται με την ανάπλαση μιας φύσης φτιαγμένης με ρυάκια από πόσιμο νερό, δασωμένες πλαγιές, γαλήνιους και καθάριους ουρανούς, προστατευμένους από σωτήριο όζον, απαλά σύννεφα που σταλάζουν πάλι γλυκύτατες βροχοσταλιές; Η σκέψη ότι εσύ φεύγεις, ενώ συμβαίνουν όλ΄ αυτά τα θαυμαστά πράγματα, είναι ανυπόφορη.

Αλλά προσπάθησε απλώς να σκεφτείς ότι, τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι εγκαταλείπεις αυτήν την κοιλάδα, έχεις την απαρέγκλιτη βεβαιότητα ότι ο κόσμος (έξι δισεκατομμύρια ανθρώπινα όντα) είναι γεμάτος μαλάκες, ότι αυτοί που χορεύουν στην ντισκοτέκ είναι μαλάκες, ότι οι επιστήμονες που πιστεύουν ότι έλυσαν τα μυστήρια του κόσμου είναι μαλάκες, ότι οι πολιτικοί που προτείνουν την πανάκεια για όλα μας τα δεινά είναι μαλάκες, ότι εκείνοι που γεμίζουν σελίδες επί σελίδων με ανούσια περιθωριακά κουτσομπολιά είναι μαλάκες, ότι εκείνοι οι αυτοκτονικοί παραγωγοί που καταστρέφουν τον πλανήτη είναι μαλάκες. Εκείνη την στιγμή, δεν θα ένιωθες ευτυχία, ανακούφιση, ικανοποίηση που εγκαταλείπεις αυτήν την κοιλάδα με τους μαλάκες;

Τότε ο Κρίτων με ρώτησε: «Μα, δάσκαλε, πότε θ΄ αρχίσω να σκέπτομαι έτσι;» Του απάντησα ότι δεν πρέπει να το κάνει πολύ σύντομα, γιατί όποιος στα είκοσι ή στα τριάντα του σκέφτεται ότι όλοι είναι μαλάκες, είναι μαλάκας και δεν θα αγγίξει ποτέ τη σοφία. Θα πρέπει να ξεκινήσεις με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι καλύτεροι από σένα και να εξελιχθείς σιγά σιγά, να έχεις τις πρώτες ωχρές αμφιβολίες γύρω στα σαράντα σου, να αρχίσεις την αναθεώρηση ανάμεσα στα πενήντα και στα εξήντα και να φτάσεις στη βεβαιότητα ενώ θα βαδίζεις προς τα εκατό, αλλά να΄ σαι έτοιμος να κλείσεις τους λογαριασμούς σου μόλις σημάνει η καμπάνα.

Το να πειστείς ότι όλοι όσοι είναι γύρω σου (έξι δισεκατομμύρια) είναι μαλάκες απαιτεί μια λεπτή και επιδέξια τέχνη που δεν βρίσκεται στη διάθεση του πρώτου Κέβητα με το σκουλαρίκι στ’ αυτί (ή στη μύτη). Απαιτεί μελέτη και μόχθο. Δεν πρέπει να επισπεύδουμε τους χρόνους. Πρέπει να φτάσουμε γλυκά γλυκά, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να πεθάνεις γαλήνια. Αλλά την προηγούμενη μέρα πρέπει ακόμα να σκέφτεσαι ότι κάποιος που αγαπάς και θαυμάζεις δεν είναι μαλάκας. Η σοφία συνίσταται στο ν΄ αναγνωρίσεις ακριβώς την κατάλληλη στιγμή (και όχι νωρίτερα) ότι είναι κι αυτός μαλάκας. Μόνο τότε μπορείς να πεθάνεις.

Επομένως, η μεγάλη τέχνη συνίσταται στο να μελετάς κάθε φορά κι από λίγο την παγκόσμια σκέψη, να ξεψαχνίζεις τις εξελίξεις των ηθών, να ελέγχεις μέρα τη μέρα τα ΜΜΕ, τους ισχυρισμούς των καλλιτεχνών με τη μεγάλη αυτοπεποίθηση, τα αποφθέγματα των πολιτικών σε ελεύθερη τροχιά, τις σοφίες των αποκαλυψιακών κριτικών, τους αφορισμούς των χαρισματικών ηρώων, μελετώντας τις θεωρίες, τις προτάσεις, τις εκκλήσεις, τις εικόνες, τα οράματα. Μόνο τότε, στο τέλος, θα σου έρθει η συνταρακτική αποκάλυψη ότι όλοι είναι μαλάκες. Εκείνη τη στιγμή, θα είσαι έτοιμος για τη συνάντηση με τον θάνατο.

Μέχρι το τέλος, θα πρέπει ν΄ αντιστέκεσαι σ΄ αυτή την αναπόδεικτη αποκάλυψη, να επιμένεις να πιστεύεις ότι κάποιος λέει λογικά πράγματα, ότι το τάδε βιβλίο είναι καλύτερο από τ΄ άλλα, ότι ο δείνα ηγέτης θέλει πράγματι το κοινό καλό. Είναι φυσικό, είναι ανθρώπινο, είναι ίδιον του είδους μας να αρνούμαστε την πεποίθηση ότι όλοι οι άλλοι είναι αδιακρίτως μαλάκες, αλλιώς τι αξίζει να ζεις; Αλλά όταν, στο τέλος, μάθεις, θα καταλάβεις τι αξίζει (και μάλιστα πόσο υπέροχο είναι) να πεθαίνεις. Τότε, ο Κρίτων μού είπε: «Δάσκαλε, δεν θα ΄θελα να πάρω βεβιασμένες αποφάσεις, αλλά τρέφω την υποψία ότι είστε μαλάκας». «Βλέπεις», του είπα, «είσαι σε καλό δρόμο».

Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα

Αφήστε σχόλιο