Ο Τζιανμπατίστα Μποντόνι (χαϊδευτικά Γιάμπο) είναι ένας εξηντάχρονος έμπορος παλιών βιβλίων. Ύστερα από ένα εγκεφαλικό παθαίνει αμνησία και προσπαθεί να ξαναβρεί τη ζωή του μέσα από βιβλία, δίσκους και κόμικς. Το δεύτερο εγκεφαλικό τον ρίχνει σε κώμα. Μέσα στην ομίχλη του μυαλού του ξαναζεί τη ζωή του με έναν ανορθόδοξο τρόπο, προσπαθώντας να εκπληρώσει ένα όνειρο: να βρει τη χαμένη (και μοναδική) αγάπη του, τη Λίλα.

Η «Βασίλισσα Λοάνα» είναι το αριστούργημα του Έκο. Μια ελεγεία στη μετέωρη ανθρώπινη υπόσταση, με (πιθανότατα) αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ένα έπος της χαμένης παιδικής μας αθωότητας. Μια ιστορική αναδρομή στα σημαντικότερα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών, με έμφαση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από μια άλλη και πολύ λίγο γνωστή οπτική: με τα μάτια του επαρχιώτη της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι.

Όπως πάντα ο Έκο είναι χειμαρρώδης, διεισδυτικός, αναλυτικός, εξαντλητικός, τρυφερός, παραστατικός, συγκλονιστικός. Το τέλος του βιβλίου (που γενικά πιστεύω πως είναι το καλύτερο κομμάτι ενός έργου) είναι υπέροχο.

Ο κυριότερος όμως λόγος που αγάπησα το βιβλίο είναι η κρυμμένη, μυστική και πανάρχαια αμφιβολία που κατατρύχει την ανθρώπινη ύπαρξη: όχι η αμφιβολία της μετά θάνατον ζωής ή η αμφιβολία της ύπαρξης του Θεού, αλλά η βασανιστική και αναπάντητη ερώτηση «είμαι πράγματι αυτό που νομίζω πως είμαι;».

Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:

Πόσες ώρες θα πρέπει να πέρασα πάνω από αυτή τη σελίδα! Αλλά ακόμα και στις άλλες, ορισμένες έγχρωμες (και ανέτρεχα σε αυτές χωρίς να δίνω σημασία στην αλφαβητική σειρά, λες και ακολουθούσα τη μνήμη των δαχτύλων μου): τα σαρκώδη μανιτάρια, που τα πιο όμορφά τους ήταν τα δηλητηριώδη, ο πεισματάρης μυγοκτόνος με το κόκκινο καπέλο και τις άσπρες βούλες, η παξίνα με το επίβουλο κίτρινο χρώμα της, το άσπρο ξανθόδερμο, ο ύπουλος βωλίτης ο σατανάς, η σαρκόσφαιρα σαν παχιά χείλη που ανοίγονταν σ’ ένα μορφασμό˙ κι έπειτα τ’ απολιθώματα, με το μεγαθήριο, το μαστόδοντα και το μόα˙ τα αρχαία μουσικά όργανα (η ραμσίνγκα, το ελεφαντίσιο κέρας, το βούκινο, το λαούτο, η ριμπέκα, η αιολική άρπα και η άρπα το Σολομώντα)˙ οι σημαίες όλου του κόσμου (με χώρες που λέγονταν Κίνα και Κοχιγκίνα, Μαλαμπάρ, Κονγκό, Ταμπόρ, Μαράτες, Νέα Γρανάδα, Σαχάρα, Σαμόα, Σάντουιτς, Βλαχία, Μολδαβία)˙ τα οχήματα όπως το λεωφορείο, ο φαέθων, η βικτώρια, το λαντό, το κουπέ, το καμπ, το σάλκι, η ντιλιγκέντσα, το ετρουσκικό άρμα, το δίτροχο άρμα, ο ελεφάντινος πύργος, το κάρο, η μπερλίνα, το φορείο, το κλειστό φορείο, το έλκηθρο, η σούστα, το καμπριολέ˙ τα ιστιοφόρα (κι εγώ που νόμιζα ότι είχα προσλάβει από ποιος ξέρει ποια μυθιστορήματα θαλασσινών περιπετειών όρους όπως γολετόμπρικο και μετζάνα, κοντραμετζάνα, μπέλμπερι, γάμπια, μαΐστρα, τρίγκος, παρουκέτο, βελάγιο, τρότσα, φλόκος και κοντραφλόκος, μπούμα, πίκι, μπομπρέσο, κόφα, μούρα, όρτσα τη ράντα, λοστρόμε του σατανά, μα τις χίλιες μπομπάρδες, βροντές του Αμβούργου, μπόντζα λα μπάντα, πάρτε βόλτα στα όρτσα, αδέρφια από την Ακτή!)˙ και ακόμα, τα παλιά όπλα, το ρόπαλο με τα καρφιά, ο βούρδουλας, η σπάθα του δήμιου, το χαντζάρι, το τρίκοπο εγχειρίδιο, το ξιφίδιο, η αλαβάρδα, το αρκεβούζιο, η μπομπάρδα, ο κριός, ο καταπέλτης˙ και η γραμματική των εραλδικών συμβόλων, η κορυφή, η ζώνη, η πεδιάς, η δοκίς, ο τελαμών, ο πάλος, ο σταυρός, το πλαίσιο, το πρόσθετο τετράγωνο, η αγρείφνα, ο σφην… Αυτή θα πρέπει να ήταν η πρώτη εγκυκλοπαίδεια της ζωής μου και σίγουρα θα την ξεφύλλισα αμέτρητες φορές. Τα περιθώρια των σελίδων ήταν τριμμένα, πολλά λήμματα υπογραμμισμένα, μερικές φορές είχε στο πλάι γρήγορες σημειώσεις από ένα παιδικό χέρι, τις περισσότερες φορές ήταν αντιγραφή δύσκολων λέξεων. Αυτός ο τόμος είχε εξαντληθεί μέχρι τελικής πτώσεως και φύλλα του ήδη ξεκολλούσαν.

Αλλά ποιος μου λέει ότι όλα αυτά που θυμήθηκα μέσα σ’ αυτό τον ύπνο μού συνέβησαν στ’ αλήθεια; Ίσως η μητέρα και ο πατέρας μου να μην είχαν αυτή την όψη, να μην υπήρξε ποτέ ο δόκτωρ Όζιμο ή ο Άντζελο ο Αρκούδης, να μην έζησα ποτέ τη νύχτα του Βαλόνε. Κι ακόμα χειρότερα, να έχω ονειρευτεί ότι ξυπνώ σ’ ένα νοσοκομείο, ότι έχασα τη μνήμη μου, ότι έχω μια γυναίκα που λέγεται Πάολα, δύο κόρες και τρία εγγόνια. Δεν έχασα ποτέ τη μνήμη μου, είμαι ένας άλλος -κι ένας θεός ξέρει ποιος- που βρέθηκε κατά λάθος σ’ αυτή την κατάσταση (κώμα ή λήθη) και όλα τ’ άλλα είναι μορφές που αναδύθηκαν χάρη στις οφθαλμαπάτες της ομίχλης, πράγμα που είναι απλώς μια ένδειξη ότι η ζωή μου ήταν ένα όνειρο. Ανέφερα ένα απόσπασμα. Και αν όλα τ’ άλλα αποσπάσματα που ανέφερα στο γιατρό, στην Πάολα, στη Σίβυλλα, στον εαυτό μου, δεν ήταν παρά το προϊόν του ίδιου επίμονου ονείρου; Τότε δεν θα υπήρξαν ποτέ ο Καρνούτσιο, ο Έλιοτ, ο Πάσκολι, Ουισμάν και όλα τ’ άλλα που θεωρούσα εγκυκλοπαιδική ανάμνηση. Το Τόκιο δεν είναι η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Ο Ναπολέων, όχι μόνο δεν πέθανε στην Αγία Ελένη, αλλά δεν γεννήθηκε καν, αν κάτι υπάρχει έξω από μένα είναι ένα παράλληλο σύμπαν, όπου ποιος ξέρει τι συμβαίνει ή τι έχει συμβεί, ίσως οι όμοιοί μου -κι εγώ ο ίδιος- έχουμε δέρμα καλυμμένο από πράσινα λέπια και τέσσερις πτυσσόμενες κεραίες πάνω απ’ το μοναδικό μάτι μας.

Αν όμως Κάποιος προβάλλει μια ταινία απευθείας στον εγκέφαλό μου; Μπορεί να είμαι ένας εγκέφαλος μέσα σε κάποιο διάλυμα μέσα σ’ ένα σκεύασμα, μέσα στο γυάλινο δοχείο όπου είδα τους όρχεις του σκύλου μέσα σε φορμόλη, και κάποιος μου στέλνει ερεθίσματα για να με κάνει να πιστέψω ότι έχω σώμα και ότι υπήρξαν και άλλοι γύρω μου -ενώ υπάρχουν μόνο ο εγκέφαλος και ο Διεγέρτης του. Αλλά αν είμαστε εγκέφαλοι σε φορμόλη, μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι είμαστε εγκέφαλοι σε φορμόλη ή να ισχυριστούμε ότι δεν είμαστε;

Στο συναρπαστικό σύνολο βέβαια συμβάλλει η εικονογράφηση και η καταπληκτική μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη.

Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα

Μια απάντηση στο “Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα”

Αφήστε σχόλιο